2015. június 18., csütörtök


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ 4
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ (ΕΑ) 7.190.p1 - 7.190.4 = G/P XX (742-5)

ΑΝΥΤΗΣ. [οἱ δέ ΛΕΩΝΙΔΟΥ]
Ἀκρίδι, τᾶ κατ᾿ ἄρουραν ἀηδόνι, καὶ δρυοκοίτᾳ
τέττιγι ξυνὸν τύμβον ἔτευξε Μυρώ,
παρθένιον στάξασα κόρα δάκρυ, δισσὰ γὰρ αὐτᾶς
παίγνι' ὁ δυσπειθὴς ᾤχετ᾿ ἔχων Ἀίδας.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Η ΜΙΚΡΗ ΜΥΡΩ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΤΟΜΑ
Η μικρούλα Μυρώ έφτιαξε κοινό μνήμα στην ακρίδα
που τραγουδά στα χωράφια και στο τζιτζίκι που φωλιάζει στις βαλανιδιές.
χύνοντας παιδικό δάκρυ, διότι τα δυο της παιχνίδια
ο αδυσώπητος Άδης τα πήρε μαζί του κι' έφυγε μακριά.

 http://analogion.com/forum/showthread.php?t=30403

 http://www.driveplayer.com/#fileIds=0B67XdLaJbaQzSFZNSS1vNXZIVXhnOWtkUW5QT0tYU2ExWkZJ&userId=115853591834612980729

~~~~~~~~~~

 τὸν Μουσῶν τέττιγα

Anth. Gr. 12.98

posidippus

τὸν Μουσῶν τέττιγα Πόθος δήσας ἐπ᾽ ἀκάνθαις
κοιμίζειν ἐθέλει, πῦρ ὑπὸ πλευρὰ βαλών:
ἡ δὲ πρὶν ἐν βίβλοις πεπονημένη ἄλλ᾽ ἀθερίζει
ψυχή, ἀνιηρῷ δαίμονι μεμφομένη. [p. 332]

The Greek Anthology. with an English Translation by. W. R. Paton. London. William Heinemann Ltd. 1926. 4.

~~~~~~~~~

Τζιτζίκι εμένα των Μουσών σ’ αγκάθια μ’ έχει ρίξει
δεμέν’ ο Πόθος, μ’ άναψε και φλέγει με σιγά
κι αυτή η ψυχή που κούρασαν το διάβασμα κι η θλίψη,
τ’ άλλ’ αψηφά και τον τρελό θεό κακολογά.

(ΑΒ 137 Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος)


Ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας,
ο τζιτζιμιτζιχότζιρας

ανέβηκε στη τζιτζιριά, τη μιτζιριά,
τη τζιτζιμιτζιχοτζιριά

και έκοψε τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα,
τα τζιτζιμιτζιχότζιρα.

Μα έσπασε η τζίτζιρια, η μιτζιριά,
η τζιτζιμιτζιχοτζιριά

και έπεσαν τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα,
τα τζιτζιμιτζιχότζιρα.

2015. június 10., szerda

Χορός με τον θάνατο
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου



Δυσκολευόσουν
να χορεύεις σωστά
μα δεν εγκατέλειπες,
οι δυο Κρητικοί πάντοτε εδώ
σαν έναν ανθρώπινο σταυρό
κουβαλούσαν το πτώμα σου
για να κρατήσουν την υπόσχεσή τους.
Επιθυμούσες τη χαρά
κι εκείνοι ήταν χαρούμενοι.
Επιθυμούσες την αγάπη
κι εκείνοι σ’ αγαπούσαν πέρα από τον θάνατο.
Προχωρούσες πάνω στα βήματά τους
που βυθίζονταν μέσα στη μνήμη
της προγονικής μας γης
για να ζούνε τον θάνατο αντάμα
ακόμη και αν τούτο ήταν αδύνατο
για την κοινωνία της λήθης.

2015. június 8., hétfő




  
 Poios_iksere_2.mp3
Poios_iksere_2.mp3
 




Ν. Λυγερός, Σ. Ζαμπέλης - Χορός χωρίς σπαθιά


 https://www.youtube.com/watch?v=hetZQaluijU


https://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=hetZQaluijU 




Ν. Λυγερός



Ποιος ήξερε πως
όταν χόρευες χωρίς σπαθιά
θυμόσουνα ακόμα
εκείνη την αόρατη μάχη
που έδωσαν οι πρόγονοί σου
για να παραμείνεις ελεύθερη;
Κανείς πια δεν το πρόσεχε
εκτός από εκείνο τον άγνωστο
που γνώριζε τα ίχνη του δράκου
που δεν έπαψε να προστατεύει
την ελευθερία των βουνών.


Το στίγμα του δράκου
N. Lygeros



Ανάμεσα στα θύματα της βαρβαρότητας
τα δάκρυα του δράκου είχαν αφήσει ίχνη.
Κανείς δεν πρόσεξε
κανείς δεν κοίταξε
τους πέτρινους φρουρούς.
Σήκωναν το βάρος της λήθης
για να μην ξεχαστεί η πατρίδα τους
κι όπως δεν έσκυβαν στην άκρη του ουρανού
κανείς δεν τους πλησίασε.
Είχαν το στίγμα του δράκου.

Ο γιος του δράκου
N. Lygeros



Κοίταζε τους ανθρώπους με λύπη.
Έβλεπε τα βάσανά τους.
Κάθε κοινωνία τους καταπίεζε
για ν’ αφανίσει την ανθρωπιά.
Τα ήξερε από τον πέτρινο δράκο
που δεν εγκατέλειψε τη γη τους.
Ανάμεσα στα θύματα της λήθης
ο γιος, το νέο τέρας έκλαιγε.
Οι δίκαιοι ήταν πια νεκροί.
Κι ήταν πάλι μόνος του
όπως ο πατέρας της μνήμης.
Τότε αποφάσισε να κατεβάσει τον ήλιο.
Έτσι οι άνθρωποι είδαν τα στίγματα
της κατοχής του χρόνου.
Ο γιος του δράκου θα περίμενε
τους αιώνες ακίνητος.
Η δικαιοσύνη δεν ήταν έτοιμη. 
 Η Φωτεινή και ο Δράκος
Ν. Λυγερός



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή, τόσο μικρή, που κανείς δεν την πρόσεχε. Τη ’λέγαν Φωτεινή, γιατί ακόμα και μέσα στο πιο μαύρο σκοτάδι έλαμπαν τα μαλλιά της. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκανε την προσευχή της για τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να το μάθουν στο χωριό της για να μην την αποπάρουν και την έλεγε από μέσα της.
Εκείνη την εποχή, ένας δράκος περνούσε από τη χώρα της. Είχε μαζί του σιδερένια γράμματα, για να μην ξεχνά ποτέ την αγαπημένη του πατρίδα. Είχε ακούσει πολλές προσευχές τη χρονιά της καταστροφής, αλλά δεν μπόρεσε να βοηθήσει όλους τους δικούς του. Η αντίσταση ήταν μάταιη αλλά δεν έσκυψε ποτέ και έσωσε όσους μπορούσε με νύχια και με δόντια. Όταν τον έπιασαν τα κτήνη, δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν γιατί δεν είχε ζήσει ακόμα τα χίλια χρόνια του. Κι έτσι μια μέρα, με ήλιο, δραπέτευσε.
Εκείνη τη νύχτα άκουσε την προσευχή της μικρής Φωτεινής. Είχε δει πολλούς αλλά κανείς δεν προσευχόταν για τους άλλους. Κι αποφάσισε να τη βρει στο χωριό της. Ήταν εύκολο, γιατί εκείνη έλαμπε μέσα στο σκοτάδι. Την κοίταζε αλλά δε τον έβλεπε. Ο Δράκος είχε το χρώμα του αοράτου από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του. Τον ένιωσε όμως και φώναξε:
- Ποιος είναι;
- Εκείνος που άκουσε την προσευχή σου.
- Είστε άγιος;
- Στην πατρίδα μου οι άγιοι ήρθαν μετά!
- Γιατί δεν σας βλέπω;
- Γιατί δεν υπάρχει λόγος.
- Με τι μοιάζετε;
- Με τι θες να μοιάζω;
- Με δράκο!
- Με δράκο;
- Για να σας φοβούνται εκείνοι που κάνουν κακό στους ανθρώπους.
- Δεν θες να μοιάζω με άνθρωπο;
- Όχι!
- Μα γιατί;
- Πώς θα μας προστατεύσεις αλλιώς;
- Έχεις δίκιο.
- Θα είσαι το τέρας μου.
- Όπως λέμε, ο άνθρωπός μου.
- Ακριβώς.
- Εντάξει, φωτεινή μου.
- Πώς ξέρετε το όνομά μου;
- Δεν το ξέρω, το βλέπω.
- Είσαι παράξενος.
- Πειράζει;
- Όχι. Είναι καλύτερα έτσι. Για να μη σε θέλει κάποιος άλλος.
- Θα είμαι εδώ για σένα.
- Γιατί κουβαλάς αυτά τα σιδερένια γράμματα;

Ο Δράκος άρχισε να της διηγείται τις περιπέτειες του και η μικρή Φωτεινή αποκοιμήθηκε. Ήταν για πρώτη φορά χαρούμενη. Ο Δράκος παρέμεινε όρθιος δίπλα της. Κανείς πια δεν θα την πείραζε. Είχε επιτέλους κι αυτός ένα φως μέσα στο σκοτάδι. Η μικρή Φωτεινή ήταν το αναμμένο κερί ενός ανύπαρκτου ναού που περίμενε την επόμενη ιστορία, για να ξυπνήσει ο κόσμος. Αυτοί θα έγραφαν τα σιδερένια γράμματα που κρατούσε ο Δράκος της Φωτεινής.


Τα σιδερένια γράμματα και το μυστικό του δράκου
Ν. Λυγερός



Η Φωτεινή ξύπνησε με τον ήλιο και δεν πρόσεξε την απουσία του δράκου. Τον ένιωθε μόνο όταν τον είχε ανάγκη. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, για να δείξει ότι είναι μεγάλη, μα κανείς δεν το παρατήρησε. Έτσι επέστρεψε στο δωμάτιό της και βρήκε τα σιδερένια γράμματα. Της τα είχε αφήσει ο δράκος, για να μην ξεχάσει την ιστορία του. Προσπάθησε να τα σηκώσει αλλά ήταν πολύ βαριά. Έλεγε ο δράκος ότι είχαν το βάρος της μνήμης. Προσπάθησε να διαβάσει τι έγραφαν αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν παράξενα σαν τον δράκο. Τότε τον θυμήθηκε και τον φώναξε.
- Δράκε;
- Ναι, Φωτεινή μου.
- Πού ήσουν;
- Δίπλα σου.
- Μα δεν σ’ ένιωθα.
- Είναι γιατί δεν μ’ είχες ανάγκη…
- Όταν δεν έχουμε ανάγκη τους άλλους, δεν τους νιώθουμε;
- Έτσι λένε.
- Ποιοι; Οι άνθρωποι;
- Όχι, οι άλλοι.
- Και τα γράμματα, τι λένε;
- Το μυστικό.
- Ποιο μυστικό; Ο δράκος δεν απάντησε. Έπιασε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει. Η Φωτεινή κοίταζε τις αόρατες κινήσεις και προσπαθούσε να καταλάβει τη σκέψη του κι άκουγε το έργο της σιωπής. Όταν τελείωσε ο δράκος, ο τοίχος του δωματίου της ήταν γεμάτος αποτυπώματα. Ήταν τα ίχνη της ιστορίας, το μυστικό του δράκου.
- Και πώς θα τα διαβάσω;
- Με τα δάκτυλα.
- Με τα δάκτυλα; Μα πώς είναι δυνατόν;
- Η ουσία είναι αόρατη για τα μάτια.
Η Φωτεινή έβαλε τα χέρια της πάνω στον τοίχο. Έτσι, ένιωσε τα χάδια του δράκου. Βούρκωσαν τα μάτια της από χαρά.
- Θα μου γράψεις κι άλλα;
- Μόλις το τελειώσεις.
- Δεν θέλω να τελειώσει.
- Τότε θα γράφω την ώρα που διαβάζεις, για να μην τελειώσει ποτέ.
- Ναι, έτσι να κάνεις.
- Έτσι θα κάνω.
Με αυτόν τον τρόπο η Φωτεινή μάθαινε για το φως του μαύρου και τους ξεχασμένους διάλογους. Κανείς άλλος δεν ήξερε για το μυστικό τους. Ακόμα κι όταν έπρεπε να σβήσει το φως το βράδυ, η Φωτεινή μπορούσε να διαβάσει την παράξενη γραφή.
Κάθε μέρα η Φωτεινή διάβαζε όλο και περισσότερο. Ήθελε να μάθει για τα ξεχασμένα. Ήθελε να μάθει για τα μελλοντικά. Τα χίλια χρόνια του δράκου είχαν απομνημονεύσει τον κόσμο των ανθρώπων. Και η Φωτεινή ήξερε πια ότι δεν ήταν μόνη. Στο παρελθόν, υπήρξαν κι άλλες μικρές μέσα στη μοναξιά. Και θα υπάρχουν κι άλλες στο μέλλον. Μόνο που τώρα υπήρχε κι ο δράκος. Τον κοίταξε και πάλι μέσα στο σκοτάδι την ώρα που έγραφε γι’ αυτήν. Τον έβλεπε τώρα γιατί ήξερε το μυστικό του. Του ακούμπησε για πρώτη φορά το χέρι που σήκωνε τα σιδερένια γράμματα κι άρχισε να γράφει για τον δράκο της ζωής της.


Η άμυνα του δράκου
Ν. Λυγερός



Το σκοτάδι έπεσε και πάλι πάνω στο χωριό της Φωτεινής. Η ημισέληνος ήταν όμως διαφορετική. Κάποιες σκιές έψαχναν για τα παιδιά. Ήθελαν να σβήσουν το μέλλον της μνήμης. Και για να μην ακούει κανείς τον παππού και τη γιαγιά, έπιαναν τα παιδιά. Είχαν κάνει το ίδιο και στη χώρα του δράκου, αλλά αυτή τη φορά ήταν έτοιμος. Πήρε τη Φωτεινή στην αγκαλιά του δίχως να την ξυπνήσει και την έβαλε πάνω στους ώμους του. Κοίταξε κατάματα τις σκιές με το φως της. Μόλις τον είδαν οι σκιές τρόμαξαν και μαζεύτηκαν. Άφησαν τα παιδιά που είχαν πιάσει για ν’ αντιμετωπίσουν όλες μαζί το δράκο του φωτός. Όλες οι σκιές έγιναν μία τεράστια, αλλά ο δράκος παρέμεινε ακίνητος. Άρχισε να τον περικυκλώνει κι ένιωθε πάνω του το βάρος της. Μα όταν προσπάθησε να πιάσει τη Φωτεινή, ο δράκος πέταξε πάνω από τη σκιά. Εκείνη τα ’χασε γιατί δεν μπορούσε να τιναχθεί για να τον χτυπήσει. Σερνόταν πάνω στη γη. Τότε ο δράκος έπεσε πάνω της με την ταχύτητα του φωτός και χάθηκε η σκιά. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε η Φωτεινή.

-Πού είμαστε;
-Μέσα στ’ όνειρό σου.
-Γιατί;
-Γιατί με σκέφτηκες.
-Θα σ’ είχα ανάγκη τότε...
-Δεν υπάρχει άλλος λόγος.
-Ήταν και μία σκιά.
-Ναι, αλλά έφυγε τώρα.
-Εσύ την έδιωξες;
-Το φως.
-Και τα παιδιά;
-Τα παιδιά κοιμούνται στο σπίτι τους τώρα.
-Νυστάζω κι εγώ.
-Θα σε πάω σπίτι τώρα.
-Θα με βάλεις τους ώμους σου;
-Όχι, αυτό είναι μόνο για τα όνειρα. Θα σε κρατώ από το χέρι.
-Όπως ο παππούς;
-Ναι, σαν τον παππού.
-Εντάξει τότε. Θα μου πεις κι εσύ μία ιστορία!
-Γιατί;
-Έτσι κάνει ο παππούς όταν περπατάμε.
-Καλώς.

Έτσι προχώρησαν ο δράκος και η Φωτεινή μέσα στο σκοτάδι. Ο δράκος έλεγε για την πέτρινη θάλασσα κι η Φωτεινή τον διέκοπτε για να ζητήσει εξηγήσεις. Κι έτσι έμαθε για τα παιδιά που αγαπούν τη θάλασσα. Προσπαθούσε να τη φανταστεί, αλλά ήταν δύσκολο. Το χωριό της ήταν στα βουνά και ποτέ δεν την είχε δει. Όταν έφθασαν στο δωμάτιό της.
-Θα με πας κι εμένα στη θάλασσα.
-Τώρα;
-Όχι, θέλω πρώτα να την ονειρευτώ.
-Πρέπει να κοιμηθείς πρώτα.
-Θα μείνεις κοντά μου;
-Πάντα.
-Θα ’ρθεις κι εσύ στο όνειρό μου;
-Μόνο αν μ’ έχεις ανάγκη.
-Σ’ έχω ανάγκη.
-Τότε θα μ’ ονειρευτείς κοντά σου στη θάλασσα.
-Αυτό θέλω.
-Αυτό θα γίνει.

Έτσι αποκοιμήθηκε η Φωτεινή με τον αόρατο και το γαλάζιο.



Στο χέρι του δράκου
Ν. Λυγερός



Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου


Στο χέρι του δράκου,
μην ψάχνεις τα νύχια,
δεν είν’ εκεί γι’ αυτό.
Στο χέρι του δράκου
μην αναζητάς την ελεημοσύνη,
δεν είναι παρά ανθρώπινη καλοσύνη.
Σφίξε το χέρι του δράκου
για να νιώσεις την πέτρα
που θέλει τη γη.
Τ’ άλλα δεν έχουν σημασία. 
 Κόκκινος δράκος
Ν. Λυγερός



Ποτέ δεν πίστεψες
ότι μπορεί να γίνει
πόλεμος για ένα νησί.
Όταν όμως είδες
με τα ίδια σου τα μάτια
τον κόκκινο δράκο
αντιλήφθηκες επιτέλους
ότι άλλαξαν όλα.
Δεν υπάρχει πια λόγος
να λέμε ψέματα.
Το νησί μας θα δεχόταν
βάρβαρη επίθεση
και ποιες θα ήταν
οι άμυνες μας;
Ξανακοίταξες
τον κόκκινο δράκο
και χαμογέλασες.
Θα ήταν μαζί μας.


Κοίτα τους δράκους
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου



Κοίτα τους δράκους
να πετούν στο βουνό,
είναι ελεύθεροι στοχαστές
επειδή δεν θέλουν
παρά τη γνώση του παρελθόντος
χωρίς να ασχολούνται
με τις εφήμερες κοινωνίες
που σαπίζουν μέσα στη λήθη
από φόβο μην τραυματιστούν
από τη μνήμη
της ανθρωπότητάς μας
στην αναζήτηση του μέλλοντος.


Τα βήματα του δράκου
Ν. Λυγερός



Τα βήματα του δράκου
ήταν σιδερένια
για να γράφουν
τα γράμματα
της ιστορίας
και να συνεχίσει
η ζωή των ανθρώπων
μετά τη γενοκτονία
όταν όλοι πια
δεν πίστευαν
σε τίποτα
μετά τη βαρβαρότητα,
αλλά η γραφή
έλεγε ήδη
για τους επόμενους
τι δεν έπρεπε
να ξεχάσουν
στους αιώνες
που θα πάλευαν
με τους εχθρούς
της Ανθρωπότητας
για να υπάρχει
ο Χρόνος.
 Η επίθεση του δράκου
Ν. Λυγερός



Η επίθεση του δράκου
έγινε στα κατεχόμενα
της Αρμενίας
για ν’ απελευθερώσει
την ιστορία μας
από την βαρβαρότητα
που προσπάθησε
να εξοντώσει
τις εκκλησίες μας
με βόμβες αργές
με αλεξίπτωτα
κι όταν δεν κατάφερε
προσπάθησε
να τις πυροβολήσει
αλλά βρήκε μόνο
το σώμα των άλλων
δράκων της Αρμενίας.

2015. június 1., hétfő

Εσύ που χορεύεις
Ν. Λυγερός

Εσύ που χορεύεις
μόλις ακούς
τις πρώτες πενιές
λες κι είσαι
σ' ένα παλιό καφενείο
κοντά στην εκκλησία
τι έχεις να μας πεις
τώρα που πέθανε
κάθε μουσικός
που ήξερες
γιατί κανείς πια
δεν θέλει ν' ακούσει
ούτε μπουζούκι
ούτε μπαγλαμά
γιατί τώρα πια
δεν υπάρχουν
οι παλιοί ρεμπέτες
που ήξεραν
για τη Σωτηρία Μπέλλου
και δεν περίμεναν
τα χρυσά τσόκαρα
και τις γυμνόστηθες
φωνές του κώλου
ν' ανοίξουν
τα αφτιά τους
για ν' ακούσουν
επιτέλους
τη μουσική
της πατρίδας μας.



Μελοποίηση: Σπύρος Ζαμπέλης



Le klephte de notre terre. (Monolithe sur papier blanc, grain fin, 32x41).
http://www.lygeros.org/view.php?numbe...





http://www.lygeros.org/articles?n=115...



Όταν οι ρεμπέτες έγιναν τσακάλια
Ν. Λυγερός



Στην αρχή μπορεί
να έβλεπες μόνο
τη μουσική τους
κι όχι το ύφος τους
όταν όμως ήρθε
η κατοχή εδώ
τα πράγματα άλλαξαν
κι οι ρεμπέτες μας
έγιναν τσακάλια
για να φάνε τους Ναζί
που μας καταπίεζαν
κι αν ακούσεις πάλι
τη δική μας Κυριακή
τότε θα καταλάβεις
πόσες θυσίες έκαναν
για να μη ξεχαστεί
η ελευθερία μας
και να ζήσει ο λαός μας
δίχως κατακτητές
και βαρβαρότητα
που διαπράττει
εγκλήματα φρικτά
κατά της Ανθρωπότητας.


Τα ρεμπέτικα της κατοχής
Ν. Λυγερός



Τα ρεμπέτικα της κατοχής
μπορεί να μην τα ξέρεις,
τριαντάφυλλό μου,
αλλά μιλούν ήδη
για τη Ρόζα
γιατί και πριν
σε γνωρίσω ακόμα
είχα αυτό το στίγμα
όπως άλλοι έχουν
το μεσογειακό
έτσι θα καταλάβεις
πως θα σαλέψουμε
αν κάποιος τολμήσει
να καταπατήσει
την πατρίδα μας
για να επιβάλει
τη βαρβαρότητα,
γι' αυτό δώσε μου
το γλυκό σου χέρι
και κρατήσου
γιατί έχουμε
ακόμα δρόμο
για να ζήσουμε
ελεύθεροι.



Κι αν έμαθες μπουζούκι;
Ν. Λυγερός



Κι αν έμαθες μπουζούκι
τι σημασία έχει
αν δεν παίζεις για τους άλλους
και δεν κλάψουν για τα παλιά
που ξέχασε η κοινωνία;
Μην πιστεύεις σε τίποτα
αν δεν μπορείς να τα δώσεις όλα!
Δεν είναι απλώς ένα ψέμα
ούτε μία υπερβολή
αλλά το μόνο που μας μένει
μια κρυφή πενιά.


Το μπουζούκι της ζωής
Ν. Λυγερός



Με το μπουζούκι
δεν μαθαίνεις μόνο μουσική
αλλά και τη ζωή
την άπονη
που αποτελεί ένα δώρο
για όσους ξέρουν
από θυσίες
και δεν εγκαταλείπουν
τον αγώνα
όταν υπάρχουν δυσκολίες.
Αν πονάνε τα δάχτυλά σου
είναι καλό για σένα
γιατί κι ο πόνος
είναι το πρώτο άγγιγμα
εκείνο που σ' αλλάζει
μέσω του έργου. 


Εισαγωγή στο μπουζούκι
Ν. Λυγερός



Μια απλή εισαγωγή στο μπουζούκι
αρκεί για να μας θυμίσει
τα βάσανα που τράβηξε ο λαός μας
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Έτσι εξηγείται η ιστορία μας
και η αντίστασή μας
διότι ό,τι και να μας πουν
οι νέοι ραγιάδες
εμείς δεν ξεχνάμε εύκολα.


Ο σπασμένος μπαγλαμάς
Ν. Λυγερός



Ο μπαγλαμάς ακόμα και σπασμένος
αγγίζει τις χορδές μας
λες και δεν έχει ανάγκη
να παίξει για να τον ακούσουμε
κι όταν κλαίμε κι εμείς
δεν είναι από παράπονο
αλλά για να τον συνοδεύσουμε
στην ελληνική του πορεία
δίχως να διστάσουμε μια στιγμή.


Όταν ο μπαγλαμάς
Ν. Λυγερός



Όταν ο μπαγλαμάς
είναι η ψυχή
σαν τον βασιλικό
και την αλμύρα
τότε είναι κι αυτός
μια διάδοση του έργου
και η συνέχεια
ενός πολιτισμού
που δεν ξεχνά
ποτέ τους νεκρούς
και τους αγέννητους
αφού διαβάζει
τα βιβλία τους
κι ακολουθεί
τα βήματα
της Ανθρωπότητας
δίχως να δώσει
καμία σημασία
στις κοινωνίες
της αδιαφορίας
και της λήθης
που παραμένουν
χωρίς ίχνη.

Ο μπαγλαμάς του Γιάννη
Ν. Λυγερός



Τόσα χρόνια, ρε Γιάννη,
δεν είπες τίποτα
για κείνον τον μπαγλαμά
ενώ ήξερες για τον κυρ Θάνο.
Ξέρω μπορεί να μην ήθελες
ν’ ακούσεις τις πονεμένες χορδές
όταν πήγαμε στο κουτούκι
με τον πίνακα του δάσκαλου.
Αλλά ποιος άλλος θα το έλεγε,
ποιος άλλος θα έκλαιγε
για τον πληγωμένο γέρο
που καθόταν δίπλα στη σόμπα.
Μη φοβάσαι όμως
δεν ξέχασα να βάλω
λουλούδια πάνω στον τάφο του.


Για τις χαρούμενες καρδιές
Ν. Λυγερός



Εκεί σ’ εκείνο το παράξενο μουσείο
μπορείς ν’ ακούσεις τα ρεμπέτικα
που ζούνε μέσα μας
από τότε που γράψαμε
τα τσακάλια και τους μαυροσκούφηδες.
Κι αν θυμάσαι το μεγάλο δέντρο
τότε θα καταλάβεις το νόημα.
Το θέμα δεν είναι η υπόθεση
αλλά η θυσία των σκιών.
Κι όταν ακούσεις και πάλι
τον αγαπημένο μας μπαγλαμά
μην ξεχάσεις να κλάψεις
για τις χαρούμενες καρδιές.


Η φυλακή του Μανώλη
Ν. Λυγερός



Η φυλακή του Μανώλη άνοιξε
όταν έσπασαν οι χορδές του μπαγλαμά.
Τότε κατάλαβε την αξία
ενός μοναδικού φίλου.
Πριν άκουγε μόνο τον ήχο
ενώ τα λόγια ήταν δικά του.
Τώρα όμως που έσβησε κι αυτός
μας έμειναν μόνο τα τραγούδια.


Η πενιά που χάθηκε
Ν. Λυγερός



Μόνο όταν άκουγε το μπουζούκι
θυμόταν το ζεϊμπέκικο
της παλιάς γειτονιάς.
Τότε χόρευαν όλοι μαζί
για να δείξουν στον εχθρό
όχι τη δύναμη αλλά την αντοχή τους.
Μα τώρα που χάθηκε η πενιά
σε ποιον να μιλήσεις
για τα περασμένα χρόνια.
Ακόμα κι η ρετσίνα
ξέχασε την ουσία
και μέθυσε μόνη της.


Ο κρυφός ντουνιάς
Ν. Λυγερός



Τα όμορφα τραγούδια
ήταν κάτω από τα σκουπίδια
μιας γαμημένης κοινωνίας
Κι έπρεπε οι άνθρωποι
να σκάψουν με τα μπουζούκια
τις παλιές πενιές.
Αλλιώς κανένας δεν θα ζούσε
μέσα σ’ αυτήν τη λήθη
ακόμα και νεκρός.
Ο κρυφός ντουνιάς υπήρχε.

Σε ποια ταβέρνα;
Ν. Λυγερός



Σε ποια ταβέρνα
πήγαινε εκείνος ο μάγκας,
ο καρδιακός σου φίλος;
Μετά από τόσα χρόνια
πού να θυμηθείς
αυτή τη λεπτομέρεια;
Κι όμως αν μπορέσεις
πρέπει να μας το πεις
για ν’ ακούσουμε και πάλι το τραγούδι…


Το τραγούδι της Ελλάδας
Ν. Λυγερός



Το τραγούδι της Ελλάδας
λίγοι το ξέρουν
γιατί δεν άκουσαν
τον όρκο των Φιλικών
που περιμένουν
παθητικά
έναν άλλο Μάρκο
με το στόμα
γεμάτο άστρα
για να δουν επιτέλους
φως στη νύχτα
και δεν δίνουν
καμιά προσοχή
στο ευαγγέλιο
που κρατούσαν
οι τρείς μας
όταν αποφάσισαν
για τον αγώνα
της ελευθερίας
της πατρίδας.


Ένα υπόγειο στο Μοναστηράκι
Ν. Λυγερός



− Ποιο νόημα, έχουν τα ποιήματα, Δάσκαλε;
− Κανένα αν δεν γνωρίζεις το υπόβαθρο.
− Και ποιο είναι αυτό;
− Το μουσικό έδαφος του λαού μας.
− Μα ποιος ακούει τα τραγούδια;
− Εκείνοι που τα βλέπουν.
− Έχουν κάποια αξία;
− Αξία έχουν αν μπορείς να την αγγίξεις.
− Μα πού;
− Σ' ένα υπόγειο στο Μοναστηράκι.
− Εκεί βρίσκονται;
− Εκεί και περιμένουν.
− Ποιους;
− Τους μαθητές που έμαθαν για το παρελθόν.
− Και οι άλλοι;
− Χάνονται στο παρόν.
− Αυτό δεν πρέπει να το γράψετε;
− Ποιος θα το διαβάσει;
− Εκείνοι που πρέπει.
− Τότε δώσε τους τα λόγια.
− Ποια λόγια;
− Τα κατά Μάρκου.
 Τα τραγούδια του Μάνου
Ν. Λυγερός



Τα τραγούδια του Μάνου
είναι το ταγκό
και το ζεϊμπέκικο
που λειτουργούν
για το πνεύμα του
σαν πόλοι έλξης
και του προσφέρουν
τη δυνατότητα
του περάσματος
που τον απελευθερώνει
από τα εμπόδια
που του έστησε
η κοινωνία της λήθης
γι’ αυτό μην ξεχνάς
όταν είσαι μαζί του
να χτυπάς με τα χέρια σου
τον ρυθμό της ελευθερίας
γιατί τότε μόνο
είσαι συνάνθρωπός του
δίχως συμβιβασμούς.


Διπλοπενιές στο κουτούκι
Ν. Λυγερός



Διπλοπενιές στο κουτούκι
ακούγαμε κι εμείς
όταν θέλαμε να ζήσουμε
και πάλι μαζί
με τη μνήμη μέλλοντος
που είχαμε κάποτε
σ’ένα παλιό καφενείο
εκεί κοντά στη σόμπα
με τον παράξενο κύριο.


Η μουσική στο καφενείο
Ν. Λυγερός



Η μουσική στο καφενείο
ήταν πιο παλιά
κι από τα πρώτα μας όνειρα
τότε που δεν ξέραμε
για την αλήθεια.
Ο παππούς με το κονιάκ
και την κούπα με σταφίδες
μας θύμιζε μια ταινία
όπου το μετέωρο είχε νόημα
αλλά μόνο με το θίασο.
Εκείνη τη στιγμή
ποιος να φανταστεί το κέρασμα
και το γλυκό της φιλίας
ενώ ακούγαμε το μπουζούκι
που συνόδευε το κλάμα
της μικρής μαθήτριας. 
 Το καφενείο στην άκρη του ουρανού
Β. Ευαγγελίου, Ν. Λυγερός



Καφετέρια. Άδεια. Οι καρέκλες είναι κίτρινες και τα τραπέζια. Κόσμος δεν υπάρχει. Δύο άτομα μόνο που κάθονται ξεχωριστά. Το ένα από αυτά σηκώνεται και πλησιάζει το άλλο.

- Χάρηκα. Του απλώνει το χέρι. Μήπως μπορείτε να μου πείτε πόσα τραπεζάκια είναι γύρω σας, χωρίς βέβαια να τα μετρήσετε;

- Γιατί χαρήκατε; Αφού είμαστε άγνωστοι ο ένας για τον άλλον... Τα τραπεζάκια είναι 17 λόγω συμμετρίας, δεν είναι ανάγκη να τα μετρήσουμε.

- Μα χάρηκα ήδη, επειδή θα γνωριστούμε! Κρίμα που τόσο καιρό τα τραπεζάκια ήταν ασύμμετρα και δεν είχαμε καταφέρει να γνωριστούμε. Κάποιο πρόσωπο μπαίνει και κάθεται πίσω από τον ήρωα που μιλάει, χωρίς να δει ποιος είναι. - Η Κυρία πίσω μου, πρέπει να φοράει κόκκινα. Ταιριάζει με το άρωμά της. Σας έπεσε η απόδειξη. Αριστερά σας. Στο τακούνι του μαύρου σας δεξιού παπουτσιού.

- Έχετε εύκολες χαρές, δεν είστε δύσκολος άνθρωπος. Μάλλον είστε ποιητής και βλέπετε τα χρώματα αλλιώς... Η δεσποινίς φορά μόνο πράσινα αλλά αν φύγετε γρήγορα από εδώ μπορεί να τη δείτε και κόκκινη... Έτσι λέει ο Αλβέρτος...

- Τουλάχιστον μέχρι το ηλιοβασίλεμα της δεσποινίδος, προλαβαίνουμε να πούμε δυο κουβέντες. Όσον αφορά το μικρό κόκκινο λουλούδι, που μοιράστηκε το μυστικό του, δεν με αφορά. Διότι του είχα πει να μην πει τίποτα σε κανέναν και αυτό πήγε και το μοιράστηκε μαζί μου.. Άσε που δεν ήταν τόσο μικρό όσο λένε. Ήταν πολύ μεγαλύτερο από την ανθρωπότητα!

- Θα είναι πολύ μικρή η ανθρωπότητά σας... Αντιμετωπίζετε τα ίδια προβλήματα με έναν άλλο παλιό μου φίλο... τον μικρό πρίγκιπα... γι' αυτό μελετά τα ηλιοβασιλέματα... Τα λουλούδια δεν κρατούν μυστικά... είναι η μυθολογία τους μόνο που ξέρει... έτσι λέει ο νικηφόρος...

- Ναι έχετε δίκιο. Πολύ μικρή. Όσο μικρό φαίνεται το φεγγάρι από εκείνο το σπασμένο παράθυρο πίσω σας. Του δείχνει το παράθυρο. Έχετε παραγγείλει δύο γλυκά του κουταλιού. Περιμένετε κανέναν;

- Όχι, κανένα... Απλώς σας είδα μόνο και μοναχικό κι είπα να σας κεράσω... Ελπίζω να μην σας πείραξε. Είναι υποβρύχιο... λευκό... για να μην έχετε πρόβλημα με τα χρώματα. Σας αρέσει;

- Απίστευτο! Μόλις παρήγγειλα κι εγώ υποβρύχιο. Το λατρεύω, αν και φοβάμαι την θάλασσα. Αλλά θα το μοιραστούμε αν θέλετε. Ελπίζω να μην σας πειράζει. Εγώ θα σας κεράσω από το ήδη δικό μου ναυάγιο! Αρχίζει να βουτάει το κουτάλι στο ποτήρι που τον κέρασε ο άλλος. Κουμπιά γιατί δεν έχει το πουκάμισό σας;

- Μην παίζεται με τις λέξεις αν δεν βλέπετε τις σκέψεις. Είναι σημαντικές οι πρώτες διότι είναι τα ίχνη του πνεύματος. Η σχέση δεν είναι αμφίδρομη. Όταν σκέφτεστε μιλάτε, αλλά μπορείτε να μιλάτε δίχως να σκέφτεστε. Σας παρακαλώ μην το κάνετε. Δεν θέλω να πνιγείτε ακόμα και σε μεθυσμένο καράβι, γι' αυτό σας κέρασα υποβρύχιο. Κι αν δεν έχει κουμπιά το πουκάμισό μου είναι γιατί δεν φορώ γραβάτα.

- Δεν χρειάζεται να με παρακαλάτε. Κατάλαβα. Θέλετε να πληρώσετε το λογαριασμό! Εντάξει λοιπόν, ας κάνουμε την σούμα. 3 υποβρύχια + 1 ηλιοβασίλεμα + 6 αόρατα κουμπιά, πόσο κάνουν; Ελπίζω να μην κάνατε κοπάνες από τα διαλείμματα. Και η δική μου γραβάτα, δεν είναι ακριβώς γραβάτα όπως βλέπετε. Μικρός χαρταετός είναι. Φυσήξτε να φύγουμε..

-Τα κουμπιά δεν είναι αόρατα αλλά ανύπαρκτα... Πατριώτη κράτα τα ρέστα ! Αέρα ! Φύγαμε ! Πάμε να κολυμπήσουμε στον ουρανό μ' ένα υποβρύχιο κι ένα χαρταετό για να δούμε τον ήλιο, τον κίτρινο αχινό !



Τσόκαρα και καριόλες
Ν. Λυγερός



Όποιος δεν έχει δει ποτέ τσόκαρα και καριόλες, δεν μπορεί να πιστέψει ότι υποδήματα και άμαξες μπορεί να θεωρούν ότι έχουν άποψη. Στην αρχή νομίζει ότι ακούει ένα παραμύθι, αλλά σιγά-σιγά κατανοεί ότι ο συνδυασμός των δύο είναι θεαματικός. Τα τσόκαρα πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν ερωτήσεις και οι καριόλες απαντήσεις. Αυτός ο διάλογος φαντάζει εξωπραγματικός, αλλά όσο παράξενος κι αν είναι θέλει να φανεί ρεαλιστικός. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα επιχειρήματα του ενός αγγίζουν τις πεποιθήσεις του άλλου. Σημασία έχει ότι το παράλογο δεν στέκει ακόμα κι αν τα υποδήματα κι οι άμαξες προχωρούν χωρίς κανένα πρόβλημα στον κόσμο τους. Το πρόβλημα είναι το κοινό που βλέπει αυτό το θεατρικό, νομίζει ότι αφορά την πραγματικότητα. Ενώ στην ουσία, και τα δύο αποκτούν νόημα μόνο όταν τα βάζουμε και όταν καθόμαστε πάνω, αλλιώς και τα δύο είναι κενά. Όταν λοιπόν δίνουμε αξία στα λεγόμενά τους ξεχνάμε ότι είναι ένα θέατρο του παραλόγου και ότι ο σκηνοθέτης δεν είναι ο Ιονέσκο. Κατά συνέπεια η παράσταση δεν έχει το απαιτούμενο επίπεδο. Ελπίζουμε απλώς ότι το κοινό δεν θα δυσανασχετήσει γρήγορα με αυτήν την επιθεώρηση, αλλιώς τα τσόκαρα και οι καριόλες δεν θα προλάβουν να φύγουν από τη σκηνή εγκαίρως.